Σκανδιναβικές Άλπεις

Σκανδιναβικές Άλπεις
Ορεινό σύστημα της Σκανδιναβίας, που διασχίζει το δυτικό τμήμα της χερσονήσου και εκτείνεται κυρίως σε νορβηγικό έδαφος. Οι μεγαλύτερες κορυφές βρίσκονται στο νοτιοδυτικό τμήμα, όπου το συγκρότημα Γιότουνχεϊ υψώνεται με την κορυφή Γκαλντχαίπιγκ σε 2.468 μ. Είναι μια από τις αρχαιότερες οροσειρές, επειδή σχηματίστηκε κατά την καληδόνιο ορογένεση του παλαιοζωικού αιώνα. Το σημερινό τοπίο των Σ. ‘A. όμως είναι αποτέλεσμα της παγετωνικής διάβρωσης: όταν οι παγετώνες του τεταρτογενούς κάλυπταν με παχύ στρώμα πάγου τα εδάφη της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, όλη η σκανδιναβική χερσόνησος τροποποιήθηκε σημαντικά. Οι πάγοι έσκαψαν βαθιές κοιλάδες και όταν αποσύρθηκαν τη θέση τους κατέλαβε κατά ένα μέρος η θάλασσα: δημιουργήθηκε έτσι ο ιδιαίτερος εκείνος τύπος ακτών και φιορδ, χαρακτηριστικός της παράκτιας μορφής της Νορβηγίας. Η οροσειρά έχει χαραχτεί σήμερα βαθιά από ποταμούς, ο ρους των οποίων έχει σταθεροποιηθεί στις αρχαίες παγετωνικές κοιλάδες- ακόμα εκτεταμένοι είναι οι παγετώνες, με τη μακριά και τυπική τους γλώσσα και πολυάριθμες είναι οι λίμνες με σχήμα, τις πιο πολλές φορές, στενό και επίμηκες που περιβάλλονται από εξαίρετα τοπία. Μια γραφική ορεινή λίμνη στο Ρόγκαλαντ των Σκανδιναβικών Άλπεων. Το ανάγλυφο φτάνει πολύ κοντά στην ακτή ακόμα και στο ακραίο αυτό νότιο τμήμα της χώρας, δημιουργώντας επιβλητικές αντιθέσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι …   Dictionary of Greek

  • βραχογραφία — Σε διάφορες προϊστορικές εποχές, αρχίζοντας από την ανώτερη παλαιολιθική, οι πρωτόγονοι άνθρωποι συνήθιζαν να χαράζουν ή να ζωγραφίζουν παραστάσεις στα βραχώδη τοιχώματα των σπηλαίων και των φυσικών καταφυγίων ή επάνω σε περίβλεπτους υπαίθριους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”